- ἐξορμητικός
- ἐξορμ-ητικός, ή, όν,A stimulating, εἰς πόλεμον Sch. Pl.R.400b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξορμητικός — stimulating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορμητικός — ή, ό (Α ἐξορμητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει τάση για εξόρμηση* αρχ. προτρεπτικός … Dictionary of Greek
ἐξορμητικόν — ἐξορμητικός stimulating masc acc sg ἐξορμητικός stimulating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)